- ἀπελάτης
- ἀπελάτηςdriver awaymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απελάτης — Στη βυζαντινή εποχήα. ονομαζόταν ο ζωοκλέφτης, ο τυχοδιώκτης και ο ληστής στις ακριτικές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Άλλες εκδοχές τον παρουσιάζουν ως κάτι ανάλογο με τον κλέφτη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή τον ληστοϊππότη της Δύσης… … Dictionary of Greek
απελάτης — ο άτακτος φύλακας των συνόρων στα βυζαντινά χρόνια, αντίστοιχος με τους μεσαιωνικούς ιππότες της δύσης και τους δικούς μας αρματολούς και κλέφτες στην τουρκοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπελάται — ἀπελάτης driver away masc nom/voc pl ἀπελάτᾱͅ , ἀπελάτης driver away masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελατῶν — ἀπελάτης driver away masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελάταις — ἀπελάτης driver away masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελάτα — ἀπελάτᾱ , ἀπελάτης driver away masc nom/voc/acc dual ἀπελάτης driver away masc voc sg ἀπελάτᾱ , ἀπελάτης driver away masc gen sg (doric aeolic) ἀπελάτης driver away masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελάτας — ἀπελάτᾱς , ἀπελάτης driver away masc acc pl ἀπελάτᾱς , ἀπελάτης driver away masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apélatès — L’apélatès (en grec byzantin ἀπελάτης / apelátès) est dans l Empire byzantin un soldat léger, irrégulier, stationné le long des frontières et qui complète son activité militaire par du brigandage. Les apélatai apparaissent sous Basile Ier, et… … Wikipédia en Français
απελατίκι — το (Μ ἀπελατίκιν) [απελάτης] ρόπαλο σιδερένιο, όπλο των απελατών … Dictionary of Greek
κουροπαλάτης — Ανώτατος αυλικός αξιωματούχος στην περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επιφορτισμένος με τη διεύθυνση του παλατιού. Η λέξη προήλθε έπειτα από σύντμηση του λατινικού curator palatii, που αναφερόταν σε ρωμαϊκό αξίωμα. Ο κ. αναλάμβανε την εξουσία… … Dictionary of Greek